-
1 ἀνίερος
ἀνῐερ-ος, ον,A unholy, unhallowed, A.Ag. 220, 769, Supp. 757; ἀνίερος ἀθύτων πελάνων unhallowed because of the unoffered sacrifices, E.Hipp. 146 (all lyr. passages); of a child born out of wedlock, Pl.R. 461b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνίερος
См. также в других словарях:
τρύχω — Α 1. καταναλώνω, ξοδεύω, σπαταλώ, φθείρω, καταστρέφω («τρύχουσι δὲ οἶκον» κατασπαταλούν την περιουσία, Ομ. Οδ.) 2. μτφ. α) βασανίζω, ταλαιπωρώ (α. «τρύχει τά νουσήματα», Ιπποκρ. β. «γᾱ φθίνουσα τρύχει ψυχάν», Σοφ.) β) (με γεν.) ταλαιπωρώ κάποιον… … Dictionary of Greek